λαοφθόρος

λαοφθόρος
ος , ον пагубный для народа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λαοφθόρος" в других словарях:

  • λαοφθόρος — λαοφθόρος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο καταστρεπτικός για τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, κοσμο φθόρος] …   Dictionary of Greek

  • λαοφθόρον — λᾱοφθόρον , λαοφθόρος ruining the people masc/fem acc sg λᾱοφθόρον , λαοφθόρος ruining the people neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφθορος — η, ο (AM ἄφθορος, ον) αδιάφθορος, αγνός αρχ. ανόθευτος, άκρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθορος < φθείρω (πρβλ. ανδροφθόρος, λαοφθόρος, οικοφθόρος] …   Dictionary of Greek

  • λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»